- σαβανώνω
- Ν [σάβανο]περιτυλίγω νεκρό με σάβανο για ταφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαβανώνω — σαβανώνω, σαβάνωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαβανώνω — σαβάνωσα, σαβανώθηκα, σαβανωμένος, περιτυλίγω το νεκρό με σάβανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαζαρώνω — (Μ λαζαρώνω) [λάζαρος] σαβανώνω … Dictionary of Greek
σαβάνωμα — το, Ν [σαβανώνω] περιτύλιξη νεκρού με σάβανο … Dictionary of Greek
σαβανωτής — ο, θηλ, σαβανώτρια και σαβανώτρα, Ν [σαβανώνω] άτομο ειδικευμένο στο σαβάνωμα τών νεκρών … Dictionary of Greek